- νυκτοφαής
- νυκτο-φᾰής,A = νυκτιφαής, dub. in Nonn.D.44.218.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυκτοφαής — και νυκτιφαής, ές (Α) αυτός που φέγγει, που λάμπει κατά τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φαής (< φᾶος), πρβλ. ημερο φαής. Ο τ. νυκτι φαής < νυκτι τού νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)] … Dictionary of Greek
νυκτιφαής — νυκτιφαής, ές (Α) βλ. νυκτοφαής … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek